κνήστις — κνῆστις, εως και ιος, ἡ (Α) [κνω] 1. τρίφτης για ξύσιμο τυριού 2. κνησμός, φαγούρα 3. (κατά τον Ησύχ.) ράχη 4. φρ. «τυροῡ κνῆστις» τα ξέσματα τού τυριού … Dictionary of Greek
κνηστίς — κνηστίς, ίδος, ἡ (Α) [κνω] διακοσμητική καρφίτσα τών μαλλιών … Dictionary of Greek
κνῆστις — grater fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κνηστίδα — κνηστίς hollow hair pin fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κνηστίδι — κνηστίς hollow hair pin fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κνῆστι — κνῆστις grater fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κνῆστιν — κνῆστις grater fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κνήστει — κνή̱στει , κνῆστις grater fem nom/voc/acc dual (attic epic) κνή̱στεϊ , κνῆστις grater fem dat sg (epic) κνή̱στει , κνῆστις grater fem dat sg (attic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κνω — κνῶ, άω και κναίω και κνήθω (Α) 1. τρίβω κάτι σε σκληρή και κοφτερή επιφάνεια («ἐπὶ δ αἴγειον κνῆ τυρὸν κνῆστι χαλκείῃ», Ομ. Ιλ.) 2. ξύνω (α. «ἔλαφοι πρὸς τὰ δένδρα κνώμενοι», Αριστοτ. β. «κνῆσαι τῇ χειρί», Ιπποκρ.) 3. (ενεργ. και μεσοπαθ.)… … Dictionary of Greek
κνήστεις — κνή̱στεις , κνῆστις grater fem nom/voc pl (attic epic) κνή̱στεις , κνῆστις grater fem nom/acc pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άκνηστις — ἄκνηστις (ιος), η (Α) η σπονδυλική στήλη τών ζώων. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. οφείλεται σε κακό χωρισμό τής λέξεως από τη συνεκφορά της στη φρ. κατά κνῆστιν > κατ’ ἄκνηστιν δηλ. ο ορθός τ. τής λ. είναι κνῆστις* «μαχαίρι για το τρίψιμο τού τυριού, ξύστρα».… … Dictionary of Greek